Η κουλτούρα της έπαρσης.

2012-11-30 10:30
Μια παρέα είμαστε ρε φίλε. Σήμερα υποφέρω εγώ κι εσύ με στηρίζεις, αύριο στη δική σου θλίψη θα σου τραγουδήσουμε εμείς γιατί το χαμόγελο μοιράζεται.

Θυμώνουμε, σιχτιρίζουμε, δρούμε, αντιστεκόμαστε, ζούμε.
Βάσανο μεγάλο περνάμε, σφιγγόμαστε και σφίγγουμε το μπράτσο του διπλανού και το μπράτσο μας γίνεται πέτρα, γίνεται ατσάλι και τσακίζει τα φαντάσματα που μας τρομάζουν.
Η φτώχια ξαναχτύπησε τις πόρτες μας. Φέρνει μαζί της τις αρρώστιες. Μια γάζα κι ένα φάρμακο έγιναν πολύ ακριβά για το μπόι μας. Μας γύρισαν δεκαετίες πίσω τότε που ακόμα και το δικαίωμα στην αναπνοή μετριούνταν με τα βαλάντια του καθενός.
Έτσι είναι πάντα οι άνθρωποι μέχρι να καταλάβουν ότι διαθέτουν μπόι μεγαλύτερο από αυτό που πίστευαν, μέχρι να ανακαλύψουν πως αυτό που τους τρόμαζε ήταν ο ίσκιος του δράκου και όχι ο ίδιος ο δράκος.

Μέσα από τις στάχτες της Ελλάδας της μεταπολίτευσης ανατέλλει η νεοελληνική κουλτούρα της έπαρσης και της ύβρης.
Η «ύβρις» αποτελούσε κεντρικό ηθικό και κοσμολογικό άξονα της ζωής των ανθρώπων. Σήμαινε την κατάσταση στην οποία κάποιος όχι μόνο υπερεκτιμούσε τις ικανότητες και τη δύναμή του, αλλά κυρίως εφάρμοζε αυτήν την αλαζονεία πάνω σε ανθρώπους πιο αδύναμους και πιο εξαθλιωμένους από αυτόν. Διέπραττε ύβρη εκείνος ο οποίος ξεχνούσε τη θέση και το παρελθόν  του θέλοντας να εξομοιωθεί με την ελίτ, στην ουσία γελοιοποιώντας τον εαυτό του.

Έτσι λοιπόν, στην παραδοσιακά φιλοπαλαιστινιακή Ελλάδα, οι Παλαιστίνιοι, που μάχονται με γυμνά χέρια έναν από τους πιο εξελιγμένους μηχανισμούς καταστολής του πλανήτη, αρχίζουν να αποκαλούνται «βρωμιάρηδες». Το ίδιο και οι Αφγανοί και οι Ιρακινοί, που τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν καταφέρει να γονατίσουν τη μόνη υπερδύναμη του πλανήτη. Η «βρώμα» και η «απλυσιά» γίνονται κριτήρια πολιτικής στάσης απέναντι σε λαούς-μόνιμα θύματα των ισχυρών της Γης, απέναντι σε λαούς που έχουν σηκώσει σχεδόν μόνοι τους το βάρος της αντίστασης και της αξιοπρέπειας όλης της ανθρωπότητας εδώ και δεκαετίες.
Από το 2008 και μετά, μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας εξαθλιώνονται όχι μονάχα οικονομικά αλλά ηθικά και υπαρξιακά.

Στη νεοελληνική εκδοχή της ιστορίας, είναι πια ξεκάθαρο ότι μονάχα δύο δρόμοι ανοίγονται.Ο ένας είναι η υποταγή.Αυτή η επιλογή φαίνεται εύκολη γιατί όχι μόνο καλεί τον υβριστή να συνεχίσει αυτό που είχε μάθει να κάνει ως τώρα αλλά σε πιο έντονο βαθμό. Είναι όντως πιο εύκολη γιατί προωθεί την βία εναντίον εκείνων που ήδη βρίσκονται πεσμένοι κάτω και την υποταγή των υπολοίπων στις δυνάμεις που υπόσχονται (φασιστικό) νόμο και (αιματηρή) τάξη.
Η άλλη επιλογή είναι η εξέγερση όχι μόνο εναντίον των υβριστών, αλλά κυρίως εναντίον των προηγούμενων εαυτών μας.Η άλλη επιλογή σημαίνει όχι μόνο ένα ριζικά διαφορετικό παρόν, και τον καθορισμό ενός κοινού μέλλοντος μεταξύ πρώην υβριστών και πρώην υβριζομένων, αλλά και ανατροπή των πιο σκοτεινών στιγμών της περασμένης περιόδου.Εκεί θα βρούμε αντιμέτωπους όχι μόνο τους ''κακούς'' αλλά πολύ περισσότερους,τους ίδιους μας τους εαυτούς.

Το παραδέχομαι. Δεν μπορώ να συνηθίσω την καθημερινή βία που ασκείται συνεχώς πάνω μου. Βία από την σπιτονυκοκοιρά που ζητά επιμόνως το ενοίκιο κάθε πρώτη του μηνός, βία από τον βενζινοπώλη που ζητά μια μικρή περιουσία για να ζεστάνω τα λιγοστά δωμάτια του σπιτιού μου, βία από τον περιπτερά που μου αδειάζει την τσέπη για μια χούφτα καπνό, βία από τον εισπράκτορα που ελέγχει εξονυχιστικά το τσαλακωμένο εισιτήριο αστικού λεωφορείου. Φυσικά, δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν τους. Όλοι τους μπλεγμένοι, κι εγώ ακόμα, σ΄ αυτό το παιχνίδι με την αλυσίδα της βίας.

Ο εμπνευστής της βίας;Το κράτος.
Καταστέλλει συνειδήσεις, πουλά ελπίδες και εξαγοράζει φόβους, τιμωρεί χωρίς να τιμωρείται, σκοτώνει δίχως αφορμή κι αιτία, μόνο και μόνο για να δαμάσει την σκέψη και την φαντασία, για να με κλείσει στο κουτί δίχως παράθυρα και πόρτα, στην φυλακή μιας καταθλιπτογόνας καταστροφικής μανίας, της κοινωνικής ασημαντότητας.
Και ποιός είναι το Κράτος;O ίδιος μας ο εαυτός.Και οι αντιπρόσωποι μας,ο καθρέπτης μας.

Βλέπω γύρω μου ανθρώπους να δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα, να ματώνουν και παρ’ όλ΄ αυτά να φωνάζουν δυνατά «Συνεχίστε το παιχνίδι, ίσως στο τέλος να νικήσω». Βλέπω άλλους να λυγίζουν και να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους βουτώντας στο κενό απ’ τον τέταρτο όροφο της γκρίζας πολυκατοικίας.
Βλέπω αυτο-αποκαλούμενους δημοσιογράφους, να μιλάνε για βία, να καταγγέλουν την «αντι-κοινωνική συμπεριφορά» των φοβισμένων, επιχειρώντας να βαφτίσουν την συμφιλίωση με τον τρόμο και την κατάθλιψη, ως ρεαλισμό.
Βλέπω κάποιους σαλτιμπάγκους της πολιτικής να πέρνουν ανταποδωτικές πίπες να δυσκολεύονται να αρθρώσουν έστω και μία πολιτική σκέψη και να παίζουν ολοφάνερα επικοινωνιακά παιχνιδάκια στις πλάτες εκατομμυρίων ανθρώπων που βυθίζονται στη δυστυχία.

Ρίχνοντας στον καθρέφτη μια δεύτερη ματιά, λιγότερο λοξή, μου ρχεται ξανά στο στόμα αυτή η λέξη, η τόσο συνηθισμένη, τόσο διαφημισμένη, μα τόσο απαγορευμένη στην ουσία της. Η επανάσταση. Μιλάμε γι’ αυτή, συζητάμε γι’ αυτή, γράφουμε γι΄ αυτή, ζωγραφίζουμε γι’ αυτή, στην ουσία όμως…ποτέ δεν αναφερόμαστε σ’ αυτή.

Τί πραγματικά σημαίνει εξέγερση; Υπομονή μέχρι την ημέρα που οι «ηγέτες» του κινήματος θα καλέσουν για γενική απεργία, όπου θα συγκρουστούμε για μια ακόμη φορά με τους θύλακες ασφαλείας και προστάτες του αυστηρά ιεραρχημένου τούτου άθλιου πολιτισμού, τον στρατό και την αστυνομία; Και μόλις πέσουν τα πρώτα δακρυγόνα… επιστροφή στους καναπέδες! Στην «ασφάλεια» των τεσσάρων τειχών, στην αδράνεια και την ησυχία μας! Και όλα αυτά την στιγμή που μπορούμε ν΄αποκεντρώσουμε τις δράσεις μας, ν’ αρχίσουμε να δημιουργούμε μικρές αντι-κοινωνίες, συλλογικής αυτοδιαχείρησης, σε γειτονιές και πλατείες, με συνελεύσεις, ανταλλαγές προϊόντων, μέσω της δημιουργίας δικτύων αλληλεγγύης…
 

Ας κλείσω με ένα ανέκδοτο από εκείνα τα σκοτεινά χρόνια. Δεν είναι τόσο αστείο όσο άλλα, όμως είναι ιδιαίτερα επίκαιρο.
 
Ένας βλάχος τριγυρνάει στην Ομόνοια και φωνάζει:
«Που είσαι, μωρή; Που είσαι, μωρή;»
Τον πλησιάζει ένας αστυφύλακας και τον επιπλήττει.
«Τι φωνάζεις έτσι, άνθρωπε μου; Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Στο χωριό σου;»
«Συχώρα με, κύριε χωροφύλακα», του λέει ο βλάχος, «αλλά έχασα τη γυναίκα μου και ψάχνω να τη βρω.»
«Και είναι αυτός λόγος να υβρίζεις δημοσίως; Μωρή και μωρή; Φώναξε ‘την με το όνομα της.»
«Με το όνομα της;» ρωτάει ο βλάχος και κοιτάει καλά-καλά τον αστυφύλακα.
«Με το όνομα της», τον παροτρύνει αυτός.
Οπότε ο βλάχος αρχίζει να φωνάζει:
«Που είσαι, Ελευθερία; Που είσαι, μωρή Ελευθερία;»



..