ΓΙΑ ΜΙΑ ''ΔΟΣΗ'' ΖΩΗΣ.
Να ο πρεζάκιας λένε όλοι σαν με βλέπουνε
μοιάζω με πλοίο που το ρίξανε στην ξέρα
θέλω ν' αλλάξω και τον κόσμο να μη ντρέπομαι
όμως συνήθισα το βρώμικο αέρα...
(«Ο Βρώμικος Αέρας», από την ταινία «Η Στροφή», 1982. Εκτέλεση Βλάσης Μπονάτσος).
«Είμαι πρεζάκιας μάθε το, μα όπου και αν πάω
όλοι φύγε με λέγουνε, νομίζουν θα τους φάγω.
Με βλέπουν και σιχαίνονται, μα ’γω δυάρα δε δίνω
την πρέζα μόνο να τραβώ και ό,τι θέλει ας γίνω.
Μεσ’ το βαγόνι κάθομαι, για σπίτι δε θυμούμαι
κι ένα τσουβάλι βρώμικο το στρώνω και κοιμούμαι.
Τα ρούχα μου ελιώσανε, φάνηκε το κορμί μου,
η πρέζα με φαρμάκωσε τελείωσε η ζωή μου.
Χαρμάνης όταν κάθουμαι, πώς σκέφτομαι την πείνα,
σαν μαστουρώσω βρε παιδιά, δική μου είν’ η Αθήνα.
Σαν αποθάνω φίλε μου έρχετ’ Αστυνομία,
με κάρο σκουπιδιάρικο και κάνει την κηδεία».
(Ο πρεζάκιας του Γιοβάν Τσαούς,1936)
Βρέθηκε, λέει, νεκρός χρήστης ναρκωτικών. Πήρε μεγαλύτερη δόση.
Αυτή τη στιγμή η χώρα κάνει χρήση δόσεων. Όλα δείχνουν ότι θα πάρουμε.... μεγαλύτερη δόση!
Πανηγυρίζουμε! Όσο μεγαλύτερη τόσο μεγαλύτερο το αναπτυξιακό σοκ, δεν κατάλαβα ακριβώς αλλά θα πάθουμε βιωσιμότητα!
Άρα θα πάρουμε μεγαλύτερη δόση αλλά θα ζήσουμε. Διότι εάν δεν ζήσουμε, ποιος θα αποπληρώσει; Ποιους θα ξαναμαναφορολογήσουν;
Η κατανόηση του ρεμπέτικου ίσως βοηθήσει στο ξεκαθάρισμα του ρόλου των ουσιών σε κάθε εποχή.Η κοινωνία συνεχίζει να χρησιμοποιεί τη λήθη και τη φυγή ως μέσο κατευνασμού και αποβλάκωσης του ενεργού κομματιού της, δηλαδή των νέων ανθρώπων,αλλά και των υπολοίπων.
«Το δάσος βρίσκεται πίσω από το δένδρο».
Το πρόβλημα των ουσιών (ΔΑΝΕΙΑ) δεν είναι σημερινό αλλά απασχολεί τις κοινωνίες από την πρώτη εποχή της αστικοποίησης και αποτελεί μια από τις κύριες μεθόδους αποβλάκωσης και ελέγχου των μαζών, καθώς και μια τεράστια πηγή κέρδους γι’ αυτούς που τις εμπορεύονται.
Η όποια λοιπόν σύγχρονη απόδοσή του τραγουδιού και κατ' επέκταση και συμμόρφωση του στην σημερινή πραγματικότητα της χώρας μας μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να είναι πασιφανής.
Ο χρόνος έχει έρθει γιά μας, να επιλέξουμε το πως τα παιδιά μας και οι νεότερες γενιές θα μάς θυμούνται.
Για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα είμαστε σιωπηλοί, καθώς οι ελευθερίες και η ευημερία μας πωλούνται.
Δεν μπορούμε πλέον, να αγνοήσουμε τις αγριότητες στην Ελλάδα, γιατί μετά καμία χώρα δεν θα αφεθεί αβλαβής από την πλεονεξία των τραπεζικών καρτέλ και των διεφθαρμένων κυβερνήσεων.
Πότε επιτέλους θα μάθουμε ότι φταίμε ατομικά όλοι μας με τις επιλογές μας;
Η παράνοια της τωρινής καπιταλιστικής καθημερινότητας δικαιολογείται με το πρόσχημα του αναπόφευκτου και ότι καμία πολιτική δε μπορεί να αντισταθεί ολοκληρωτικά στη κατασπαρακτική δύναμη της οικονομίας.
Ο πολίτης αιωρείται μεταξύ ψευδομιγμάτων πολιτικής ασπόνδυλης κατ’ ουσία και υποταγμένης στις συντεχνίες και τους επαγγελματίες της εξουσίας.
Την ώρα που η αλήθεια της κοινής γνώμης προσβάλλεται σωρηδόν και η σημασία της άποψης – της γνώμης – της διάθεσης εξοστρακίζεται στο πυρ το εξώτερο, την ώρα που οι πολιτικοί ταυτίζουν το εφικτό με το ραγιαδισμό και οι εκλογές φαντάζουν ως placebo, την ώρα που η επιτάχυνση της εξέλιξης κάνει τα 4 χρόνια ανά εκλογές να φαίνονται αιώνες, γίνεται αντιληπτό πως η καταγγελία της δημοκρατίας ως μη δημοκρατίας είναι κοινωνικό συμβόλαιο και αναντίρρητο δικαίωμα σε συλλογική βάση.
Με τέτοιες συνθήκες φάρσας ή φιάσκου, ειδικά στη χώρα μας, ίσως είναι η ύστατη ευκαιρία για τον καθένα από μας να προτάξει αυτό που τελικά δεν είναι και τόσο ανόητο αλλά είναι μάλλον αυτονόητο.
Την ελευθερία του.
Πως θα γίνει αυτό; Όταν ο κάθε ένας μας πάψει να νοιώθει αδύναμος διεκδικήσει τα δικαιώματα του με το να αντισταθεί και όντας εγκλωβισμένος στην ιδιωτική του σφαίρα και τον δίχως όρια ατομικισμό δεν επιλέξει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα βυθίζοντας τον εαυτό του στην απάθεια.
Αλλιώς μόνο θα φωνάζω από εδώ και πέρα. Θα φωνάζω στους δρόμους πόσο αθεράπευτο πρεζάκι είμαι και πόσο θέλω να ζήσω. Θα φωνάζω μαζί με άλλους που θεωρούν το ίδιο αυτονόητη και άξια μεγάλου αγώνα τη συγκεκριμένη πρέζα για μια δόση ζωής.